- πρίον'
- πρίονα , πρίων 1sawmasc acc sgπρίονι , πρίων 1sawmasc dat sgπρίονε , πρίων 1sawmasc nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πριόν — το, Ν (μικρβλ.) ο μικρότερος γνωστός μέχρι σήμερα μολυσματικός παράγοντας, που έχει μέγεθος μικρότερο από το μέγεθος τών ιών, είναι μοναδικής σύστασης και φαίνεται να αποτελείται αποκλειστικά από πρωτεΐνη … Dictionary of Greek
πρῖον — πρίω pres part act masc voc sg πρίω pres part act neut nom/voc/acc sg πρίω imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) πρίω imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Категория — (от греческого слова κατηγορέω, обвиняю) логический и метафизический термин, введенный Аристотелем, ныне употребляемый в значении, данном Кантом: К. априорное понятие рассудка, условие возможности мышления. В индийской философии, в системе… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
καστιγαρίζω — (Μ) τιμωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castigare «τιμωρώ» + κατάλ. ίζω (πρβλ. πριον ίζω, ραπ ίζω)] … Dictionary of Greek
ρινίδι — το, Ν ρίνισμα, απόξεσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίνη + κατάλ. ίδι (πρβλ. πριον ίδι: πριόνι)] … Dictionary of Greek
τουφεκίδι — το, Ν ανταλλαγή πυροβολισμών με τουφέκια. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουφέκι + κατάλ. ίδι (πρβλ. πριον ίδι)] … Dictionary of Greek
τσακίδια — τα, Ν 1. μέρος όπου μπορεί κανείς να γκρεμιστεί 2. φρ. «σύρε [ή άει ή άμε] στα τσακίδια» φύγε να μην σέ βλέπω, εξαφανίσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσακίζω + κατάλ. ίδια (πρβλ. πριον ίδια)] … Dictionary of Greek
ՊՐԻՈՆ — ( ) NBH 2 0666 Chronological Sequence: Early classical գ. Բառ յն. յորմէ եւ յոքն. պրիոնէ. πρίον, οναι serra, rae. որ եւ ՊՐԻՍՏԷ. Սղոց, որպէս սղոցաձուկ. ... *Քսիւփիէ, պրիոնէ, եւ շնջրիք. Վեցօր. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
prionodont — dänt adjective Etymology: prion + odont : having a sawlike row of many simple and similar teeth * * * prionodont, a. (n.) Zool. (praɪˈɒnəʊdɒnt) [f. mod.L. Prionodon, or f. Gr. πρίων, πριον a saw + ὀδούς a tooth: see priodont.] Having teeth… … Useful english dictionary